Τουλάχιστον $1 τρισ. ετησίως μέχρι το τέλος της δεκαετίας χρειάζονται οι αναπτυσσόμενες χώρες για να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή, όπως δήλωσαν οικονομολόγοι στις συνομιλίες του ΟΗΕ στο Μπακού.
ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Το οικονομικό ζήτημα αποτελεί το επίκεντρο της COP29, όπου συζητείται το αν μπορεί να συμφωνηθεί ένας νέος στόχος για το ποσό που πρέπει να παρέχουν ετησίως οι πλουσιότερες χώρες, οι αναπτυξιακές τράπεζες και ο ιδιωτικός τομέας για να βοηθήσουν τη μετάβαση αναπτυσσόμενων χωρών σε πιο πράσινη ενέργεια και στην προστασία από ακραία καιρικά φαινόμενα.
Η επίτευξη συμφωνίας παραμένει δύσκολη υπόθεση, καθώς η συζήτηση για το κλίμα έχει επιβαρυνθεί από τις δημόσιες διαφωνίες και την απαισιοδοξία για τις αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική.
ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ
Ένας προηγούμενος στόχος χρηματοδότησης ύψους $100 δισ. ετησίως, ο οποίος λήγει το 2025, επιτεύχθηκε με καθυστέρηση 2 ετών το 2022, δήλωσε ο ΟΟΣΑ τον Μάιο. Μεγάλο μέρος αυτού του ποσού είχε τη μορφή δανείων και όχι επιχορηγήσεων, κάτι που, σύμφωνα με τα κράτη, πρέπει να αλλάξει.
Έκθεση της ανεξάρτητης ομάδας “Independent High-Level Expert Group on Climate Finance” ανέφερε ότι ο ετήσιος στόχος θα πρέπει να αυξηθεί σε τουλάχιστον $1,3 τρισ. ετησίως έως το 2035, εάν οι χώρες δεν δράσουν τώρα.
“Οποιαδήποτε υστέρηση στις επενδύσεις, πριν από το 2030 θα ασκήσει πρόσθετη πίεση στα επόμενα χρόνια, δημιουργώντας μια πιο απότομη και δυνητικά πιο δαπανηρή πορεία προς τη σταθερότητα του κλίματος”, αναφέρει η έκθεση.
Οποιαδήποτε συμφωνία είναι πιθανό να είναι σκληρή, δεδομένης της απροθυμίας πολλών δυτικών κυβερνήσεων – που έχουν αναλάβει να συνεισφέρουν μετά τη συμφωνία του Παρισιού το 2015 – να δώσουν περισσότερα, εκτός εάν χώρες όπως η Κίνα συμφωνήσουν να συμμετάσχουν.