Του Σπύρου Κουβέλη, Διευθυντή Ινστιτούτου για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, EPLO, Senior Associate, University of Cambridge CISL
Οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs) που υιοθετήθηκαν σε μια ιστορική διάσκεψη κορυφής του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο του 2015, αποτελούν μια τεράστια ευκαιρία και ταυτόχρονα μια τεράστια πρόκληση για την Ελλάδα και για τον κόσμο. Επισήμως γνωστοί ως η Ατζέντα για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη 2030, μπορούν να κινητοποιήσουν τις προσπάθειες σε παγκόσμιο επίπεδο για τη διασφάλιση βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, τον τερματισμό της φτώχειας και της πείνας, την καταπολέμηση των ανισοτήτων, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την προστασία του πλανήτη.
Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, μαζί με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και τη Δίκαιη Μετάβαση και τις σημαντικες χρημαοτδοτησεις, παρέχουν μια απάντηση στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των περιβαλλοντικών και κοινωνικων προκλήσεων, έτσι ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να μετατραπεί σε μια «οικονομικά αποδοτική και ανταγωνιστική οικονομία όπου δεν υπάρχουν πρόσθετες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου το 2050 και όπου η οικονομική ανάπτυξη αποσυνδέεται από τη χρήση πόρων», οδηγώντας την ΕΕ σε μια βιώσιμη πορεία, πέρα από τις προκλήσεις της πανδημίας Covid-19.
Η υλοποίηση τόσο των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης όσο και της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας συνεπάγεται τη συμμετοχή και τη συνεργασία διαφορετικών ενδιαφερομένων μερών έξω απο τα συνηθισμλενα διαχωριστικα τοιχώματα (silos). Η συμμετοχή κυβερνήσεων, της κοινωνίας των πολιτών, του χρηματοδοτικού τομέα καθώς και του ιδιωτικού είναι επιβεβλημένη ώστε να συμβάλουν στην υλοποίησή τους μέσω συνεργασιών σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, απαιτείται ευαισθητοποιημένο και εκπαιδευμένο ανθρώπινο κεφάλαιο σε συνδυασμό με καλή διακυβέρνηση για φορείς και επιχειρήσεις που έχουν τις ικανότητες, τις δομές και τις πολιτικές ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικά σε όλους τους τομείς και να ενσωματώνουν επιτυχώς κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές στρατηγικές και πρωτοβουλίες, αλλα και μηχανισμών παρακολουθησης και δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων. Η χώρα μας δυστυχώς δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους της ΕΕ σε επιδόσεις σε αυτό το πεδίο, ενώ θα μπορούσε εύκολα, με βάση τη στοχοθεσία και τις πρωτοβουλίες της σε θέματα π.χ. απολιγνιτοποίησης, εξηλεκτρισμού, ψηφιακής μετάβασης, και εταιρικής διακυβέρνησης, να επιδείξει καλές επιδόσεις. Λείπει όμως ο σχετικός μηχανισμός αναφοράς (reporting).
Τη συγκεκριμένη ανάγκη και πρόκληση καλύπτει το Ινστιτούτο για την Βιώσιμη Ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (EPLO) που από το 2017 μέσω του ανθρώπινου δυναμικού και του δικτύου του και της τεχνογνωσίας που διαθέτει υποστηρίζει δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς μέσω εξειδικευμένης γνώσης, την ανάπτυξη πρακτικών δεξιοτήτων, εφαρμόζοντας τα πιο σύγχρονα εργαλεία ανάλυσης και μάθησης.